- κοραλλίου
- κοράλλιονPeripl. M.Rubr.neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BERNICE — Βερνίκη, Graecis recentioribus electrum est; unde nomine factô iuniperi gummi Vernicem hodie appellant Galli: nam et candidum est electrum et cereum et fulvum. Utuntur autem eô gummi pictores ad illuminandos colores. Bernice vero ex Beronice,… … Hofmann J. Lexicon universale
αντιπαθής — (antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο… … Dictionary of Greek
γοργονεία — γοργονεία, η (Α) το κοράλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον , τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών. Η ονομασία τού κοραλλιού προήλθε πιθ. από τη μορφή του, που μοιάζει με το κεφάλι τής Γοργόνας, τής Μέδουσας] … Dictionary of Greek
δενδροκοράλλιο — το ονομασία τού κοραλλιού Αλκυόνιο το παλαμοειδές … Dictionary of Greek
κοραλλένιος — α, ο (Μ κοραλλένιος, α, ο) [κοράλλι] 1. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από κοράλλια («κοραλλένιο βραχιόλι») 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι («κοραλλένια χείλια») … Dictionary of Greek
κοραλλίνα — η (θοτ.) γένος ροδοφυκών με διακλαδισμένο ασβεστοποιημένο θαλλό, που ανήκει στην οικογένεια κοραλλινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corallina < μτγν. λατ. επίθ. corallinus, a, um «αυτός που έχει το χρώμα τού κοραλλιού» < λατ.… … Dictionary of Greek
κοραλλιόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα κοραλλιού, κοραλλιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρό σχημος, πεταλό σχημος] … Dictionary of Greek
κοραλλιόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + χρους (< χρώς), πρβλ. κεραμό χρους, υαλό χρους] … Dictionary of Greek
μερτζάνι — το 1. είδος κοραλλιού 2. συνεκδ. το κόσμημα που κατασκευάζεται από αυτό 3. κοινή ονομασία τού ψαριού ερυθρίνος, λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mercan] … Dictionary of Greek
οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… … Dictionary of Greek